- ωμάδιος
- (I)-ία, -ον, ΜΑαυτός που βρίσκεται στους ώμους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος + κατάλ. -άδιος (πρβλ. θνητ-άδιος)].————————(II)-ία, -ον, Α1. (ως προσωνυμία τού Διονύσου επειδή τού προσέφεραν ανθρώπινες θυσίες στην Χίο και στην Τένεδο) ωμοφάγος2. πιθ. διονυσιακός, βακχικός («ὠμαδίοισι χοροῑσι», επιγρ.)3. ωμός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + κατάλ. -άδιος (πρβλ. κρυπτ-άδιος)].
Dictionary of Greek. 2013.