ωμάδιος

ωμάδιος
(I)
-ία, -ον, ΜΑ
αυτός που βρίσκεται στους ώμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος + κατάλ. -άδιος (πρβλ. θνητ-άδιος)].
————————
(II)
-ία, -ον, Α
1. (ως προσωνυμία τού Διονύσου επειδή τού προσέφεραν ανθρώπινες θυσίες στην Χίο και στην Τένεδο) ωμοφάγος
2. πιθ. διονυσιακός, βακχικός («ὠμαδίοισι χοροῑσι», επιγρ.)
3. ωμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + κατάλ. -άδιος (πρβλ. κρυπτ-άδιος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ὠμάδιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμάδιος — human sacrifices masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὠμαδίου — Ὠμάδιος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμαδίου — ὠμάδιος human sacrifices masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὠμαδίῳ — Ὠμάδιος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμαδίῳ — ὠμάδιος human sacrifices masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὠμάδιε — Ὠμάδιος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμάδιε — ὠμάδιος human sacrifices masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὠμάδιον — Ὠμάδιος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμάδιον — ὠμάδιος human sacrifices masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”